- καταλγύνω
- καταλγύνω (Α)προκαλώ ισχυρό άλγος, ψυχικό ή σωματικό, θλίβω υπερβολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἀλγύνω «προξενώ πόνο» (< ἄλγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταλγύνει — καταλγύ̱νει , καταλγύνω grieve very much aor subj act 3rd sg (epic) καταλγύ̱νει , καταλγύνω grieve very much pres ind mp 2nd sg καταλγύ̱νει , καταλγύνω grieve very much pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλγύνεσθε — καταλγύ̱νεσθε , καταλγύνω grieve very much pres imperat mp 2nd pl καταλγύ̱νεσθε , καταλγύνω grieve very much pres ind mp 2nd pl καταλγύ̱νεσθε , καταλγύνω grieve very much imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλγύνουσιν — καταλγύ̱νουσιν , καταλγύνω grieve very much aor subj act 3rd pl (epic) καταλγύ̱νουσιν , καταλγύνω grieve very much pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλγύ̱νουσιν , καταλγύνω grieve very much pres ind act 3rd pl (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλγύνεται — καταλγύ̱νεται , καταλγύνω grieve very much aor subj mid 3rd sg (epic) καταλγύ̱νεται , καταλγύνω grieve very much pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταλγύνω — Α προξενώ πόνο μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταλγύνω «προξενώ πόνο ψυχικό ή σωματικό»] … Dictionary of Greek
καταλγυνομένου — καταλγῡνομένου , καταλγύνω grieve very much pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλγύνεσθαι — καταλγύ̱νεσθαι , καταλγύνω grieve very much pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταλγύνοιτο — καταλγύ̱νοιτο , καταλγύνω grieve very much pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκαταλγύνεσθαι — συγκαταλγύ̱νεσθαι , σύν , κατά ἀλγύνω pain pres inf mp συγκαταλγύ̱νεσθαι , σύν καταλγύνω grieve very much pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)